σιλλογραφία

σιλλογραφία
σιλλογρᾰφ-ία, ,
A writing of ς., Eust. 1850.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιλλογραφία — ἡ, Μ [σιλλογράφος] η συγγραφή σίλλων …   Dictionary of Greek

  • σιλλογραφίας — σιλλογραφίᾱς , σιλλογραφία writing of fem acc pl σιλλογραφίᾱς , σιλλογραφία writing of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”